πεταύριστη

πεταύριστη
η, Ν ζωολ. γένος ιπτάμενων σκίουρων τής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petaurista < λατ. petaurista «ακροβάτης» < πέταυρον /πέτευρον «σανίδα, επίμηκες ξύλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”